συνορθώ

συνορθώ
και αττ. τ. ξυνορθῶ, -όω, Α
1. (συν. σχετικά με κατεστραμμένο κτήριο) ανορθώνω, αναστηλώνω
2. μέσ. συνορθοῦμαι, -όομαι
ευδοκιμώ μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ὀρθῶ / -οῦμαι «ορθώνω, ορθώνομαι, ακμάζω» (< ὀρθός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”